- ἐνδιαπρέπω
- ἐνδια-πρέπω,A to be distinguished in,
γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενδιαπρέπω — ἐνδιαπρέπω (Α) διαπρέπω σε κάτι … Dictionary of Greek